- απεριόριστος
- illimité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀπεριόριστος — unlimited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεριόριστος — η, ο (AM ἀπεριόριστος, ον) αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος νεοελλ. μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος … Dictionary of Greek
απεριόριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεν έχει όρια: Έχετε στη διάθεσή σας απεριόριστο χρόνο. 2. ανεμπόδιστος: Τα παιδιά του ξεστράτισαν, γιατί τα είχε απεριόριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεριορίστως — ἀπεριόριστος unlimited adverbial ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριόριστον — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc sg ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστοις — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστου — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστους — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστων — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστῳ — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριόριστα — ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)